- ελόδερμα
- (heloderma). Μεγαλόσωμη σαύρα της Αμερικής που ανήκει στην οικογένεια των ελοδερμιδών και έχει δηλητηριώδες δήγμα. Το γνωστότερο είδος είναι το ε. το φοβερό, που φέρει κοίλα δόντια, τα οποία συνδέονται με αδένες που εκκρίνουν το δηλητήριο. Το σώμα τους, που φτάνει το 1 μ., είναι καλυμμένο με λέπια και έχει γκρίζο ή καστανό χρώμα με κόκκινες βούλες και πολυάριθμα κιτρινωπά στίγματα. Η σαύρα αυτή είναι νυκτόβια και τρέφεται με μικρά ζώα. Ζει στις δυτικές οροσειρές του Μεξικού.
* * *τομεγαλόσωμη δηλητηριώδης σαύρα τής Αμερικής.
Dictionary of Greek. 2013.